Η Δυσλεξία ως όρος εμφανίστηκε αρχικά για να περιγράψει διάφορες «δυσκολίες» στο επίπεδο της μάθησης που παρουσίαζαν αρκετοί μαθητές οι οποίοι ανεξήγητα εμφάνιζαν δυσκολίες που δεν είχαν σχέση με το νοητικό τους επίπεδο.
Ο δυσλεξικός μαθητής έχει, κατά κανόνα φυσιολογική νοημοσύνη. Η δυσλεξία, άλλωστε, δεν έχει σχέση με τη νοητική υστέρηση, παρατηρείται σε όλους τους πολιτισμούς οι οποίοι έχουν γραπτή γλώσσα και ξεκινά από τον εγκέφαλο. Τα αίτια της, είναι κυρίως οργανικά.
Οι δυσλεξικοί διαβάζουν αργά και με πολλά λάθη, συχνά αλλάζουν σειρές, επαναλαμβάνουν, προσθέτουν ή αφαιρούν συλλαβές και γράμματα. Αποδίδουν πολύ καλύτερα στα προφορικά απ’ όσο στα γραπτά και παρουσιάζουν προβλήματα στην αποστήθιση.
Πολλές εκπαιδευτικές μέθοδοι αντιμετώπισης της δυσλεξίας και άλλων διαταραχών μάθησης, έχουν αναπτυχθεί διεθνώς, αλλά ελάχιστες έχουν επιστημονικά αξιολογηθεί και χαρακτηριστεί επαρκείς. Ένας γονέας ή ένας εκπαιδευτικός που έχει να αντιμετωπίσει ένα παιδί με δυσλεξία θα ήταν συνετό να είναι προσεκτικός στον τρόπο προσέγγισης αυτού.
Οποιοδήποτε πρόγραμμα παρέμβασης κι αν ακολουθεί το παιδί θα πρέπει να διέπεται από την παροχή κινήτρων, τη δημιουργία ευκαιριών, την παραμονή του δυσλεξικού παιδιού στη «φυσική του τάξη», την ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης του, τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών με τη μορφή του συμπληρωματικού μέσου διδασκαλίας που όπως έχει αποδειχθεί από έρευνες συμβάλλει αξιόλογα στην προώθηση βασικών σχολικών δεξιοτήτων του δυσλεξικού παιδιού.
Σήμερα, στη χώρα μας το 25% των μαθητών υπολογίζονται εκείνοι με δυσλεξία. Πολλά από αυτά αντιμετωπίζουν την επικριτική συμπεριφορά, τόσο των δασκάλων, όσο και των οικείων τους. Θα πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό και ξεκάθαρο πως η δυσλεξία δε σταματά το παιδί να αναπτύξει τις ικανότητες και τα ταλέντα του και να επιτύχει, αρκεί να διαγνωσθεί έγκαιρα και σωστά ώστε το παιδί να βοηθηθεί, να εμψυχωθεί, να γίνει αποδεκτό και να προσπαθήσει.
Ο δυσλεξικός μαθητής έχει, κατά κανόνα φυσιολογική νοημοσύνη. Η δυσλεξία, άλλωστε, δεν έχει σχέση με τη νοητική υστέρηση, παρατηρείται σε όλους τους πολιτισμούς οι οποίοι έχουν γραπτή γλώσσα και ξεκινά από τον εγκέφαλο. Τα αίτια της, είναι κυρίως οργανικά.
Οι δυσλεξικοί διαβάζουν αργά και με πολλά λάθη, συχνά αλλάζουν σειρές, επαναλαμβάνουν, προσθέτουν ή αφαιρούν συλλαβές και γράμματα. Αποδίδουν πολύ καλύτερα στα προφορικά απ’ όσο στα γραπτά και παρουσιάζουν προβλήματα στην αποστήθιση.
Πολλές εκπαιδευτικές μέθοδοι αντιμετώπισης της δυσλεξίας και άλλων διαταραχών μάθησης, έχουν αναπτυχθεί διεθνώς, αλλά ελάχιστες έχουν επιστημονικά αξιολογηθεί και χαρακτηριστεί επαρκείς. Ένας γονέας ή ένας εκπαιδευτικός που έχει να αντιμετωπίσει ένα παιδί με δυσλεξία θα ήταν συνετό να είναι προσεκτικός στον τρόπο προσέγγισης αυτού.
Οποιοδήποτε πρόγραμμα παρέμβασης κι αν ακολουθεί το παιδί θα πρέπει να διέπεται από την παροχή κινήτρων, τη δημιουργία ευκαιριών, την παραμονή του δυσλεξικού παιδιού στη «φυσική του τάξη», την ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης του, τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών με τη μορφή του συμπληρωματικού μέσου διδασκαλίας που όπως έχει αποδειχθεί από έρευνες συμβάλλει αξιόλογα στην προώθηση βασικών σχολικών δεξιοτήτων του δυσλεξικού παιδιού.
Σήμερα, στη χώρα μας το 25% των μαθητών υπολογίζονται εκείνοι με δυσλεξία. Πολλά από αυτά αντιμετωπίζουν την επικριτική συμπεριφορά, τόσο των δασκάλων, όσο και των οικείων τους. Θα πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό και ξεκάθαρο πως η δυσλεξία δε σταματά το παιδί να αναπτύξει τις ικανότητες και τα ταλέντα του και να επιτύχει, αρκεί να διαγνωσθεί έγκαιρα και σωστά ώστε το παιδί να βοηθηθεί, να εμψυχωθεί, να γίνει αποδεκτό και να προσπαθήσει.
Κατερίνα Χ. Δήμου
Λογοθεραπεύτρια