Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή, δηλαδή σχετίζεται με την ωρίμανση του νευρικού συστήματος και εμφα¬νίζεται με συγκεκριμένες γνωστικές δυσλειτουργίες. Η κλινική εικόνα της ΔΕΠΥ διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του ατόμου.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ διασπώνται πιο εύκολα και δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό να αρχίσουν και να ολοκληρώσουν τις διάφορες δραστηριότητες. Δείχνουν να είναι υπερβολικά ανοργάνωτα και ξεχνούν πολύ εύκολα σε σχέση με την ηλικία. Παρουσιάζουν υπερβολική νευρικότητα και κινητικότητα στην τάξη. Επιπλέον, κάνουν θόρυβο και μιλούν πολύ. Διακόπτουν συνεχώς τους άλλους και δυσκολεύονται να περιμένουν τη σειρά τους στο παιχνίδι ή σε ερωτήσεις μέσα στην τάξη. Μερικά συμπτώματα εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 7 χρόνων.
Η ΔΕΠΥ είναι μια από τις πιο συχνές συμπεριφορικές διαταραχές και η συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των παιδιών σχολικής ηλικίας με ΔΕΠΥ ανέρχεται σε 3−7% ή σε 1−2%. Η αναλογία αγοριών προς κορίτσια κυμαίνεται από 3:1 έως 5:1. Η συμπτωματολογία της ΔΕΠΥ διαφοροποιείται ανάλογα με τα αναπτυξιακά στάδια. Η ΔΕΠΥ μέχρι πρόσφατα ήταν η διαταραχή, η οποία κατά κύριο λόγο φθίνει στη διάρκεια της εφηβείας. Ωστόσο, τα τελευταία δεδομένα δείχνουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιμένει και στην ενήλικη ζωή, με κλινικές και ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις. Ο επιπολασμός της ΔΕΠΥ στους ενήλικες, σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, είναι 2−5%.
Στην προσχο¬λική ηλικία (3–5 ετών) η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από υπερβολική σωματική κινητικότη¬τα, δυσκολία στη συνεργασία με τα συνομήλικα παιδιά και μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των ενηλίκων. Στη σχολική ηλικία (6–12 ετών), εκτός από τα συμπτώματα της διαταραχής, δηλαδή συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας, συχνά εμφανίζεται εναντιωματική συμπεριφορά, συγκρούσεις με συνομηλίκους και προβλήματα στο χώρο τοθ σχολείου . Στην εφηβεία μειώνεται η υπερδραστηριότητα, συνεχίζουν οι συγκρούσεις με τους γονείς και εμφανίζονται συχνά συμπεριφορές υψηλού κιν-δύνου στο σχολικό αλλά και το οικείο περιβάλλον.
Κατά την αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ το παιδί θα πρέπει να αξιολογηθεί σωστά πριν καταλήξει σε διάγνωση. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει μια λεπτομερή αξιολόγηση των γνωστικών του ικανοτήτων, ένα ψυχομετρικό τεστ δηλαδή, θα παράσχει χρήσιμες πληροφορίες. Η τεκμηρίωση της διάγνωσης γίνεται συνήθως από ένα παιδοψυχίατρο συσχετίζοντας βεβαίως και τα πορίσματα των γονέων και των ειδικών (λογοθεραπευτών, ψυχολόγων, εργοθεραπευτών) . Σε μερικές περιπτώσεις παίρνουν μέρος και παιδίατροι σε αυτή τη διαδικασία. Η κλινική αξιολόγηση πρέπει να περιλαμβάνει ιστορικό από τους γονείς και παρατηρήσεις από την κλινική και το σχολείο, καθώς μια σύντομη επαφή μπορεί να είναι παραπλανητική. Ο χειρισμός της ΔΕΠ-Υ συμπεριλαμβάνει εκπαιδευτικές και φαρμακολογικές θεραπείες καθώς και θεραπείες συμπεριφοράς. Αυτές δεν αποκλείονται και δεν απαιτούνται για όλα τα παιδιά. Πολλά εξαρτώνται από τις αντιλήψεις και τις τεκμηριωμένες αποφάσεις των γονέων, όπως επίσης και από το ίδιο το παιδί. Βέβαια, συνετό θα ήταν να αποφεύγεται όσο γίνεται η φαρμακευτική αντιμετώπιση αναφορικά με τη ΔΕΠ-Υ και να προτιμώνται δραστηριότητες με τις οποίες το παιδί μπορεί να εκτονωθεί (ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση, κολύμβηση, μπαλέτο , χορός, παιχνίδι, ποδηλασία, μουσική κ α) χωρίς να χρειαστεί να λάβει φαρμακευτική αγωγή.
Ένας γονέας, εκπαιδευτικός ή ειδικός θα πρέπει να θυμάται πάντα πως ένα παιδί που έχει ΔΕΠ-Υ αισθάνεται απόρριψη και γι’ αυτό το λόγο ψάχνει υποστήριξη. Έτσι , θα ήταν καταστροφικό αν συγκρίναμε και αν αγχώναμε τα παιδιά που έχουν διαγνωσθεί με ΔΕΠ-Υ. Άλλωστε όπως και σε κάθε δυσκολία τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξή ενός παιδιού, τον έχει το περιβάλλον του.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ διασπώνται πιο εύκολα και δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό να αρχίσουν και να ολοκληρώσουν τις διάφορες δραστηριότητες. Δείχνουν να είναι υπερβολικά ανοργάνωτα και ξεχνούν πολύ εύκολα σε σχέση με την ηλικία. Παρουσιάζουν υπερβολική νευρικότητα και κινητικότητα στην τάξη. Επιπλέον, κάνουν θόρυβο και μιλούν πολύ. Διακόπτουν συνεχώς τους άλλους και δυσκολεύονται να περιμένουν τη σειρά τους στο παιχνίδι ή σε ερωτήσεις μέσα στην τάξη. Μερικά συμπτώματα εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 7 χρόνων.
Η ΔΕΠΥ είναι μια από τις πιο συχνές συμπεριφορικές διαταραχές και η συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των παιδιών σχολικής ηλικίας με ΔΕΠΥ ανέρχεται σε 3−7% ή σε 1−2%. Η αναλογία αγοριών προς κορίτσια κυμαίνεται από 3:1 έως 5:1. Η συμπτωματολογία της ΔΕΠΥ διαφοροποιείται ανάλογα με τα αναπτυξιακά στάδια. Η ΔΕΠΥ μέχρι πρόσφατα ήταν η διαταραχή, η οποία κατά κύριο λόγο φθίνει στη διάρκεια της εφηβείας. Ωστόσο, τα τελευταία δεδομένα δείχνουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιμένει και στην ενήλικη ζωή, με κλινικές και ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις. Ο επιπολασμός της ΔΕΠΥ στους ενήλικες, σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, είναι 2−5%.
Στην προσχο¬λική ηλικία (3–5 ετών) η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από υπερβολική σωματική κινητικότη¬τα, δυσκολία στη συνεργασία με τα συνομήλικα παιδιά και μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των ενηλίκων. Στη σχολική ηλικία (6–12 ετών), εκτός από τα συμπτώματα της διαταραχής, δηλαδή συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας, συχνά εμφανίζεται εναντιωματική συμπεριφορά, συγκρούσεις με συνομηλίκους και προβλήματα στο χώρο τοθ σχολείου . Στην εφηβεία μειώνεται η υπερδραστηριότητα, συνεχίζουν οι συγκρούσεις με τους γονείς και εμφανίζονται συχνά συμπεριφορές υψηλού κιν-δύνου στο σχολικό αλλά και το οικείο περιβάλλον.
Κατά την αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ το παιδί θα πρέπει να αξιολογηθεί σωστά πριν καταλήξει σε διάγνωση. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει μια λεπτομερή αξιολόγηση των γνωστικών του ικανοτήτων, ένα ψυχομετρικό τεστ δηλαδή, θα παράσχει χρήσιμες πληροφορίες. Η τεκμηρίωση της διάγνωσης γίνεται συνήθως από ένα παιδοψυχίατρο συσχετίζοντας βεβαίως και τα πορίσματα των γονέων και των ειδικών (λογοθεραπευτών, ψυχολόγων, εργοθεραπευτών) . Σε μερικές περιπτώσεις παίρνουν μέρος και παιδίατροι σε αυτή τη διαδικασία. Η κλινική αξιολόγηση πρέπει να περιλαμβάνει ιστορικό από τους γονείς και παρατηρήσεις από την κλινική και το σχολείο, καθώς μια σύντομη επαφή μπορεί να είναι παραπλανητική. Ο χειρισμός της ΔΕΠ-Υ συμπεριλαμβάνει εκπαιδευτικές και φαρμακολογικές θεραπείες καθώς και θεραπείες συμπεριφοράς. Αυτές δεν αποκλείονται και δεν απαιτούνται για όλα τα παιδιά. Πολλά εξαρτώνται από τις αντιλήψεις και τις τεκμηριωμένες αποφάσεις των γονέων, όπως επίσης και από το ίδιο το παιδί. Βέβαια, συνετό θα ήταν να αποφεύγεται όσο γίνεται η φαρμακευτική αντιμετώπιση αναφορικά με τη ΔΕΠ-Υ και να προτιμώνται δραστηριότητες με τις οποίες το παιδί μπορεί να εκτονωθεί (ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση, κολύμβηση, μπαλέτο , χορός, παιχνίδι, ποδηλασία, μουσική κ α) χωρίς να χρειαστεί να λάβει φαρμακευτική αγωγή.
Ένας γονέας, εκπαιδευτικός ή ειδικός θα πρέπει να θυμάται πάντα πως ένα παιδί που έχει ΔΕΠ-Υ αισθάνεται απόρριψη και γι’ αυτό το λόγο ψάχνει υποστήριξη. Έτσι , θα ήταν καταστροφικό αν συγκρίναμε και αν αγχώναμε τα παιδιά που έχουν διαγνωσθεί με ΔΕΠ-Υ. Άλλωστε όπως και σε κάθε δυσκολία τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξή ενός παιδιού, τον έχει το περιβάλλον του.
Κατερίνα Δήμου – Λογοθεραπεύτρια
Πτυχιούχος ΑΤΕΙ Ηπείρου (Ιωάννινα)
Εξειδίκευση Πανεπιστημίου Μακεδονίας