Μέσω της μνήμης, επιτελείται οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας του εαυτού μας με το περιβάλλον. Η μνήμη είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη μάθηση και τη λήθη. Η μνήμη είναι μια ευρεία έννοια, ένα σύστημα εναποθήκευσης και ανάκλησης πληροφοριών. Όλο το φυσικό ή τεχνητό σύστημα της μνήμης προϋποθέτει τρεις διαδικασίες: κωδικοποίηση ή είσοδο πληροφοριών, εναποθήκευση για να διατηρηθούν οι πληροφορίες κάποιο χρονικό διάστημα και, τέλος, ανάκληση των αποθηκευμένων πληροφοριών. Η κωδικοποίηση αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία η πληροφορία μετατρέπεται σε μια αποθηκευμένη νοητική αναπαράσταση. Η ανάκληση είναι η διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί η πληροφορία, η οποία έχει αποθηκευτεί προηγουμένως, να ανακτηθεί στη συνείδηση. Η έλλειψη της ανάκλησης περιγράφεται συνήθως ως κάτι που «ξεχάστηκε».
Τα είδη της μνήμης είναι αρχικά, η αισθητηριακή μνήμη, η πιο σύντομη μορφή μνήμης που έχουμε και είναι σχεδόν ασυνείδητη. Αφορά διάφορα δεδομένα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας, τα οποία και συγκρατούνται για ελάχιστα δέκατα του δευτερολέπτου προτού διαγραφούν δια παντός. Στη συνέχεια, είναι η βραχύχρονη μνήμη (ή εργαζόμενη μνήμη), που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και μας βοηθάει να σκεφτόμαστε πάνω σε κάποιο έργο στο οποίο δουλεύουμε κάθε δεδομένη στιγμή. Έπειτα, η μακρόχρονη μνήμη είναι το είδος της μνήμης που έχει απεριόριστες δυνατότητες χωρητικότητας και διαρκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χάρη σε αυτό το είδος μνήμης μπορούμε να αποκτήσουμε ικανότητες αλλά και να αποθηκεύσουμε πληροφορίες για πιθανή χρήση στο μέλλον. Υπάρχουν 3 βασικές υποκατηγορίες μακρόχρονης μνήμης: διαδικαστική μνήμη, σημασιολογική μνήμη και επεισοδιακή μνήμη.
Οι έννοιες της μάθησης και της μνήμης σχετίζονται στενά. «Μάθηση» είναι η διαδικασία απόκτησης νέων πληροφοριών, ενώ «μνήμη» η λειτουργία που αφορά την επιμονή της μάθησης σε μία κατάσταση σχετικά μόνιμη, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί σε μετέπειτα χρονικό διάστημα. Η λειτουργία της ανθρώπινης μνήμης έχει συγκριθεί με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ως προς την ικανότητα της να κωδικοποιεί και να αποκωδικοποιεί πληροφορίες.
Οι μαθητές με δυσκολίες μνήμης, αδυνατούν να θυμηθούν κανόνες ορθογραφίας, έχουν δυσκολίες στη φωνολογική μνήμη (δε θυμούνται πώς να προφέρουν τη λέξη), δε θυμούνται επαρκώς την κατασκευή των γραμμάτων, έχουν δυσκολίες στη σύνθεση συλλαβών, δε καταφέρνουν να αντιστοιχίσουν γράμμα με φθόγγο, αντιμετωπίζουν δυσκολίες οπτικής εκμάθησης, ολοκλήρωσης μιας δραστηριότητας και παρουσιάζουν σοβαρές δυσχέρειες στις ανώτερες νοητικές λειτουργίες (σκέψη, συλλογισμός κ.λ.π). Συνήθως , έχουν περιορισμένη συγκέντρωση και προσοχή, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνουν το μάθημα που διαβάζουν ή να το ξεχνούν εύκολα. Μπερδεύουν, παραλείπουν ή αντιστρέφουν γράμματα ή συλλαβές, διαβάζουν αργά ή συλλαβιστά, χωρίς ροή, δεν καταλαβαίνουν επαρκώς το κείμενο, δυσκολεύονται να εκφράσουν γραπτά όσα σκέφτονται.
Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των δυσκολιών μνήμης χρειάζεται συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων (ανάλογα με την ηλικία – παιδί, ενήλικας ή την περίπτωση αδυναμία στη σχολική επίδοση, εγκεφαλικό επεισόδιο κ.τ.λ), ώστε η θεραπεία να είναι καθολική και σωστή. Μερικές συμβουλές που μπορούν να φανούν χρήσιμες σε γονείς και εκπαιδευτικούς είναι η συνεχής επανάληψη των λεγομένων και η επανάληψη των οδηγιών από τους μαθητές , έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν έχουν κατανοήσει το περιεχόμενο. Αυτή η πρακτική αποτελεί καλό δείκτη του μεγέθους των πληροφοριών, που ένας μαθητής μπορεί να συγκρατήσει στιγμιαία. Επίσης, η ελαχιστοποίηση του αριθμού των σημαντικών σημείων του μαθήματος που πρέπει να θυμάται ένας μαθητής. Η συνεργασία με τους μαθητές στην εύρεση μνημονικών στρατηγικών, οι οποίες είναι αποτελεσματικές για αυτούς (π.χ. οπτικά στοιχεία) και η παροχή οδηγιών βήμα προς βήμα.
Θυμόμαστε πως είναι ευκολότερο να θυμόμαστε καταστάσεις και αντικείμενα, όταν συντρέχουν προσωπικά κίνητρα. Αυτό αποτελεί φυσιολογική λειτουργία της μνήμης.
Τα είδη της μνήμης είναι αρχικά, η αισθητηριακή μνήμη, η πιο σύντομη μορφή μνήμης που έχουμε και είναι σχεδόν ασυνείδητη. Αφορά διάφορα δεδομένα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας, τα οποία και συγκρατούνται για ελάχιστα δέκατα του δευτερολέπτου προτού διαγραφούν δια παντός. Στη συνέχεια, είναι η βραχύχρονη μνήμη (ή εργαζόμενη μνήμη), που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και μας βοηθάει να σκεφτόμαστε πάνω σε κάποιο έργο στο οποίο δουλεύουμε κάθε δεδομένη στιγμή. Έπειτα, η μακρόχρονη μνήμη είναι το είδος της μνήμης που έχει απεριόριστες δυνατότητες χωρητικότητας και διαρκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χάρη σε αυτό το είδος μνήμης μπορούμε να αποκτήσουμε ικανότητες αλλά και να αποθηκεύσουμε πληροφορίες για πιθανή χρήση στο μέλλον. Υπάρχουν 3 βασικές υποκατηγορίες μακρόχρονης μνήμης: διαδικαστική μνήμη, σημασιολογική μνήμη και επεισοδιακή μνήμη.
Οι έννοιες της μάθησης και της μνήμης σχετίζονται στενά. «Μάθηση» είναι η διαδικασία απόκτησης νέων πληροφοριών, ενώ «μνήμη» η λειτουργία που αφορά την επιμονή της μάθησης σε μία κατάσταση σχετικά μόνιμη, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί σε μετέπειτα χρονικό διάστημα. Η λειτουργία της ανθρώπινης μνήμης έχει συγκριθεί με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ως προς την ικανότητα της να κωδικοποιεί και να αποκωδικοποιεί πληροφορίες.
Οι μαθητές με δυσκολίες μνήμης, αδυνατούν να θυμηθούν κανόνες ορθογραφίας, έχουν δυσκολίες στη φωνολογική μνήμη (δε θυμούνται πώς να προφέρουν τη λέξη), δε θυμούνται επαρκώς την κατασκευή των γραμμάτων, έχουν δυσκολίες στη σύνθεση συλλαβών, δε καταφέρνουν να αντιστοιχίσουν γράμμα με φθόγγο, αντιμετωπίζουν δυσκολίες οπτικής εκμάθησης, ολοκλήρωσης μιας δραστηριότητας και παρουσιάζουν σοβαρές δυσχέρειες στις ανώτερες νοητικές λειτουργίες (σκέψη, συλλογισμός κ.λ.π). Συνήθως , έχουν περιορισμένη συγκέντρωση και προσοχή, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνουν το μάθημα που διαβάζουν ή να το ξεχνούν εύκολα. Μπερδεύουν, παραλείπουν ή αντιστρέφουν γράμματα ή συλλαβές, διαβάζουν αργά ή συλλαβιστά, χωρίς ροή, δεν καταλαβαίνουν επαρκώς το κείμενο, δυσκολεύονται να εκφράσουν γραπτά όσα σκέφτονται.
Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των δυσκολιών μνήμης χρειάζεται συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων (ανάλογα με την ηλικία – παιδί, ενήλικας ή την περίπτωση αδυναμία στη σχολική επίδοση, εγκεφαλικό επεισόδιο κ.τ.λ), ώστε η θεραπεία να είναι καθολική και σωστή. Μερικές συμβουλές που μπορούν να φανούν χρήσιμες σε γονείς και εκπαιδευτικούς είναι η συνεχής επανάληψη των λεγομένων και η επανάληψη των οδηγιών από τους μαθητές , έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν έχουν κατανοήσει το περιεχόμενο. Αυτή η πρακτική αποτελεί καλό δείκτη του μεγέθους των πληροφοριών, που ένας μαθητής μπορεί να συγκρατήσει στιγμιαία. Επίσης, η ελαχιστοποίηση του αριθμού των σημαντικών σημείων του μαθήματος που πρέπει να θυμάται ένας μαθητής. Η συνεργασία με τους μαθητές στην εύρεση μνημονικών στρατηγικών, οι οποίες είναι αποτελεσματικές για αυτούς (π.χ. οπτικά στοιχεία) και η παροχή οδηγιών βήμα προς βήμα.
Θυμόμαστε πως είναι ευκολότερο να θυμόμαστε καταστάσεις και αντικείμενα, όταν συντρέχουν προσωπικά κίνητρα. Αυτό αποτελεί φυσιολογική λειτουργία της μνήμης.
Κατερίνα Χ. Δήμου
Λογοθεραπεύτρια
Πτυχιούχος ΑΤΕΙ Ηπείρου (Ιωάννινα)