Το εγκεφαλικό επεισόδιο προκαλείται από την μη κανονική ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο εξαιτίας κάποιας κλειστής αρτηρίας ή θρόμβου. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ενδέχεται να είναι ελαφρύ ή εξαιρετικά σοβαρό. Κάποια από τα αποτελέσματα του εγκεφαλικού επεισοδίου ενδέχεται να είναι προσωρινά και κάποια άλλα μόνιμα. Ένα άτομο που χάνει την ικανότητα της ομιλίας μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο έχει δυσκολίες να εκφράσει την προσωπικότητά του και τις ανάγκες του.
Οι κυριότερες δυσκολίες επικοινωνίας, λόγου και ομιλίας μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο είναι η δυσκολία του ατόμου να βρει τις κατάλληλες λέξεις είτε θυμάται είτε δε θυμάται την έννοιά τους(απώλεια παραγωγής λεκτικών μηνυμάτων) και να τις συντάξει ορθά ώστε να γίνεται κατανοητό από τους ακροατές του. Επίσης, μία σοβαρή δυσκολία που παρουσιάζεται είναι η δυσκολία στην κατανόηση του λόγου των συνομιλητών του και η ανάλογη ανταπόκριση που χρειάζεται να έχει προς αυτούς.
Συχνά, οι αρθρωτικές δυσκολίες νευρολογικής αιτιολογίας (Δυσαρθρία και Δυσπραξία) μπορεί να παρουσιαστούν σε μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην περίπτωση της δυσαρθρίας δεν υπάρχει συντονισμός της αναπνοής, άρθρωσης, φώνησης και προσωδίας λόγω νευρομυϊκών διαταραχών καθώς υπάρχει πιθανότητα ο ασθενής να έχει έλλειψη αίσθησης στους μύες του προσώπου και του στόματος. Στην δυσπραξία ο ασθενής δυσκολεύεται να οργανώσει και να εκτελέσει όλες τις κινήσεις της γλώσσας, της γνάθου, των χειλιών οι οποίες είναι χρήσιμες για την παραγωγή της ομιλίας.
Πρόσθετες δυσκολίες επικοινωνίας, λόγου και ομιλίας μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο είναι η ελλιπής ή παντελής ικανότητα χρήσης του γραπτού λόγου, η έντονη σιελόρροια (η υπερβολική παραγωγή σάλιου το οποίο βγαίνει συχνά έξω από τη στοματική κοιλότητα), η δυσκολία στην ικανότητα σωστής σύνταξης των προτάσεων έτσι ώστε να δημιουργείται μία πρόταση με σαφές και κατανοητό νόημα, η αντικατάσταση λέξεων, η δυσκολία στην ικανότητα αντίληψης, μνήμης, συγκέντρωσης, η δυσχέρεια στη συσχέτιση της λέξης με την έννοια που αντιπροσωπεύει.
Καθώς οι ασθενείς που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο είναι πολλοί και δε παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα και με τον ίδιο ρυθμό απαιτείται μια ολοκληρωμένη εκτίμηση όλων των γλωσσικών λειτουργιών. Ένας άρτια εκπαιδευμένος λογοθεραπευτής είναι ο καταλληλότερος επαγγελματίας για να καταγράψει τις δυσκολίες που έχουν παρουσιαστεί στο τομέα της επικοινωνίας. . Εν συνεχεία, πάντα σε συνεργασία με το άμεσο περιβάλλον και τον γιατρό που παρακολουθεί τον ασθενή, ο λογοθεραπευτής οργανώνει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης των δυσκολιών επικοινωνίας , λόγου και ομιλίας. Αναλυτικότερα, ο λογοθεραπευτής ενημερώνει τους οικείους , αξιολογεί και ενισχύει δεξιότητες ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποτρέψει την επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Η έγκαιρη συμβολή ενός λογοθεραπευτή άρτια καταρτισμένου , συμβάλει θετικά στην αποφυγή της επιδείνωσης της κατάστασης του ασθενή ή την αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών σε μετέπειτα επίπεδο, όπως είναι η άρνηση λεκτικής επικοινωνίας και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η λογοθεραπεία αποδεικνύεται σωτήρια και προσφέρει τη δυνατότητα βελτίωσης και διατήρησης της επικοινωνίας του ασθενή που έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Η θεραπεία πρέπει να είναι συστηματική, τακτική, με κλιμακούμενο βαθμό δυσκολίας και να βασίζεται στις προσωπικές ανάγκες, προσδοκίες, απαιτήσεις, ικανότητες και δυνατότητες πρωτίστως του ασθενή και ακολούθως των οικείων του.
Οι κυριότερες δυσκολίες επικοινωνίας, λόγου και ομιλίας μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο είναι η δυσκολία του ατόμου να βρει τις κατάλληλες λέξεις είτε θυμάται είτε δε θυμάται την έννοιά τους(απώλεια παραγωγής λεκτικών μηνυμάτων) και να τις συντάξει ορθά ώστε να γίνεται κατανοητό από τους ακροατές του. Επίσης, μία σοβαρή δυσκολία που παρουσιάζεται είναι η δυσκολία στην κατανόηση του λόγου των συνομιλητών του και η ανάλογη ανταπόκριση που χρειάζεται να έχει προς αυτούς.
Συχνά, οι αρθρωτικές δυσκολίες νευρολογικής αιτιολογίας (Δυσαρθρία και Δυσπραξία) μπορεί να παρουσιαστούν σε μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην περίπτωση της δυσαρθρίας δεν υπάρχει συντονισμός της αναπνοής, άρθρωσης, φώνησης και προσωδίας λόγω νευρομυϊκών διαταραχών καθώς υπάρχει πιθανότητα ο ασθενής να έχει έλλειψη αίσθησης στους μύες του προσώπου και του στόματος. Στην δυσπραξία ο ασθενής δυσκολεύεται να οργανώσει και να εκτελέσει όλες τις κινήσεις της γλώσσας, της γνάθου, των χειλιών οι οποίες είναι χρήσιμες για την παραγωγή της ομιλίας.
Πρόσθετες δυσκολίες επικοινωνίας, λόγου και ομιλίας μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο είναι η ελλιπής ή παντελής ικανότητα χρήσης του γραπτού λόγου, η έντονη σιελόρροια (η υπερβολική παραγωγή σάλιου το οποίο βγαίνει συχνά έξω από τη στοματική κοιλότητα), η δυσκολία στην ικανότητα σωστής σύνταξης των προτάσεων έτσι ώστε να δημιουργείται μία πρόταση με σαφές και κατανοητό νόημα, η αντικατάσταση λέξεων, η δυσκολία στην ικανότητα αντίληψης, μνήμης, συγκέντρωσης, η δυσχέρεια στη συσχέτιση της λέξης με την έννοια που αντιπροσωπεύει.
Καθώς οι ασθενείς που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο είναι πολλοί και δε παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα και με τον ίδιο ρυθμό απαιτείται μια ολοκληρωμένη εκτίμηση όλων των γλωσσικών λειτουργιών. Ένας άρτια εκπαιδευμένος λογοθεραπευτής είναι ο καταλληλότερος επαγγελματίας για να καταγράψει τις δυσκολίες που έχουν παρουσιαστεί στο τομέα της επικοινωνίας. . Εν συνεχεία, πάντα σε συνεργασία με το άμεσο περιβάλλον και τον γιατρό που παρακολουθεί τον ασθενή, ο λογοθεραπευτής οργανώνει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης των δυσκολιών επικοινωνίας , λόγου και ομιλίας. Αναλυτικότερα, ο λογοθεραπευτής ενημερώνει τους οικείους , αξιολογεί και ενισχύει δεξιότητες ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποτρέψει την επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Η έγκαιρη συμβολή ενός λογοθεραπευτή άρτια καταρτισμένου , συμβάλει θετικά στην αποφυγή της επιδείνωσης της κατάστασης του ασθενή ή την αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών σε μετέπειτα επίπεδο, όπως είναι η άρνηση λεκτικής επικοινωνίας και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η λογοθεραπεία αποδεικνύεται σωτήρια και προσφέρει τη δυνατότητα βελτίωσης και διατήρησης της επικοινωνίας του ασθενή που έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Η θεραπεία πρέπει να είναι συστηματική, τακτική, με κλιμακούμενο βαθμό δυσκολίας και να βασίζεται στις προσωπικές ανάγκες, προσδοκίες, απαιτήσεις, ικανότητες και δυνατότητες πρωτίστως του ασθενή και ακολούθως των οικείων του.
Κατερίνα Χ. Δήμου
Λογοθεραπεύτρια
Πτυχιούχος ΑΤΕΙ Ηπείρου (Ιωάννινα)
Εξειδίκευση Πανεπιστημίου Μακεδονίας