Αυτισμός και Επικοινωνία - Γενικές πληροφορίες

Ο αυτισμός είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή η οποία εμποδίζει το παιδί να κατανοήσει σωστά αυτά που βλέπει, ακούει και αισθάνεται. Ο αυτισμός αποτελεί μία σοβαρή νεύρο-ψυχολογική διαταραχή, που διαρκεί μία ολόκληρη ζωή και είναι συνήθως παρούσα από τη γέννηση του παιδιού. Ο αυτισμός δεν είναι ψυχιατρική νόσος, αλλά εντάσσεται στην κατηγορία των Διάχυτων Αναπτυξιακών Διαταραχών.

Πολλά παιδιά στο φάσμα του αυτισμού αδυνατούν να επικοινωνήσουν λεκτικά και δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν εάν δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπός. Τα παιδιά αυτά αντί για την ομιλία, χρησιμοποιούν άλλους τρόπους να επικοινωνούν. Στον αυτισμό δηλαδή, υπάρχει πρωτίστως διαταραχή επικοινωνίας  και δευτερευόντως διαταραχή λόγου. Η συνύπαρξη τους άλλωστε είναι «συνηθισμένη» σε αρκετές περιπτώσεις. Ωστόσο, πάντα πρωταρχικός στόχος της θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι η ανάπτυξη της επικοινωνίας και έπειτα η ανάπτυξη του λόγου. 
Επικοινωνία ορίζεται η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ ενός πομπού και ενός δέκτη. 

Πιο συγκεκριμένα, η επικοινωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να συντηρούμε τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους. Συνήθως, τα άτομα με αυτισμό δυσκολεύονται να κατανοήσουν αυτή την πλευρά της επικοινωνίας, η οποία έχει σημαντικό κοινωνικό ενδιαφέρον και έτσι φαίνεται να επικοινωνούν μόνο για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους.  Έτσι λοιπόν γίνεται κατανοητό πως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να εξετάσει κανείς την ανάπτυξη της  επικοινωνίας   αποκομμένη από την  κοινωνικότητα και αυτό γιατί οι άνθρωποι αναπτύσσουν τις επικοινωνιακές τους   δεξιότητες  βασισμένοι στις  έμφυτες ικανότητες τους για κοινωνική αλληλεπίδραση. 

Περίπου το ένα τρίτο των αυτιστικών ατόμων δεν αναπτύσσουν ικανή ομιλία ώστε να ανταποκριθούν στις επικοινωνιακές ανάγκες τους. Κάποια χαρακτηριστικά  του φάσματος του αυτισμού που εμφανίζονται συνήθως ως δυσκολίες επικοινωνίας είναι η καθυστερημένη έναρξη της βαβίσματος, η ελλιπής βλεμματική επαφή ή η απουσία αυτής, η άρνηση για οποιαδήποτε συναισθηματική πράξη από οικεία πρόσωπα (π.χ. εναγκαλισμός), το έντονο κλάμα, η άρνηση, ο θυμός χωρίς λόγο και σε τυχαία στιγμή, η ιδιαίτερη προσκόλληση σε αντικείμενα, η επανάληψη των ήχων, λέξεων ή φράσεων (ηχολαλία), η μονότονη (ρομποτική) ομιλία, η αδυναμία κατανόησης παρομοιώσεων και μεταφορών στον προφορικό λόγο. Φανερές επίσης, είναι οι δυσκολίες του παιδιού στη χρήση και κατανόηση απλών εννοιών όπως το ναι, το όχι, το ευχαριστώ κ.α.

Όπως προαναφέρθηκε ο βασικός στόχος για τα άτομα με αυτισμό δεν είναι να τα παροτρύνουμε να μιλήσουν αλλά πρωτίστως να τα διδάξουμε με ποιο τρόπο να επικοινωνήσουν. Για να επικοινωνήσει κάποιος είναι βέβαιο πως θα  πρέπει πρώτα να μάθει για ποιο λόγο να επικοινωνήσει και με ποιο τρόπο μπορεί να επικοινωνήσει. 

Ένας αξιόπιστος λογοθεραπευτής  αποτελεί αδιαμφισβήτητα έναν από τους σημαντικότερους και βασικότερους  ειδικούς για την αποτελεσματικότερη εκπαίδευση ενός ατόμου με αυτισμό.  Η  θεραπευτική αντιμετώπιση οφείλει  να γίνεται αρχικά με γνώμονα τη σοβαρότητα της αυτιστικής διαταραχής ,τις επιπρόσθετες  αναπτυξιακές  διαταραχές ,  τις   ανάγκες του ατόμου και την  καθημερινότητά του και  το επίπεδο  λειτουργικότητας  της  οικογένειας. Για μερικούς η λεκτική επικοινωνία είναι ένας ρεαλιστικός στόχος και για άλλους όχι. Στη δεύτερη περίπτωση η επαυξητική-εναλλακτική επικοινωνία αποτελεί πλέον την πιο διαδεδομένη θεραπευτική προσέγγιση. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η οποιαδήποτε προσπάθεια χρήσης του λόγου αξιολογείται και ενισχύεται  σημαντικά. 

Δεν έχει βρεθεί η μέθοδος θεραπείας εκείνη η οποία είναι ικανή να βελτιώσει επιτυχώς την επικοινωνία σε όλα τα άτομα με αυτισμό. Η καλύτερη θεραπεία όμως για όλα τα άτομα που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού, είναι αυτή που ξεκινάει νωρίς! 

Κατερίνα Χ. Δήμου 
Λογοθεραπεύτρια ΑΤΕΙ Ηπείρου
Εξειδίκευση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας