Όταν αναφερόμαστε στον όρο «προσωδία» εννοούμε γενικότερα τον «χρωματισμό» της φωνής στην κάθε λέξη και κατ’ επέκταση, πρόταση που εκφέρουμε. Στην προσωδία υπάγονται ο τονισμός, το ύφος, η μελωδία αλλά και ο ρυθμός που έχει το άτομο κατά την παραγωγή μιας λέξης, μιας πρότασης ή μιας σειράς προτάσεων. Ακριβώς για αυτό το λόγο θεωρείται σημαντική για την κατανόηση της γλώσσας.
Η προσωδία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομιλίας που τα παιδιά μαθαίνουν ίσως πρώτα από όλα. Αρχικά, οι γονείς μιλούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του βρέφους και να το εντυπωσιάσει από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής του. Λίγο αργότερα το ίδιο το βρέφος ξεκινά να βαβίζει (η πρώτη απόπειρα του παιδιού να βγάλει ήχους που πλησιάζουν στον ομιλούμενο λόγο) με προσωδία ανάλογη με αυτή των ενηλίκων που του μιλούν. Έπειτα, η προσωδία είναι αυτή που βοηθά τα παιδιά να αναγνωρίσουν αν οι γονείς τους τα μαλώνουν, τα ρωτάνε, τους δείχνουν εμπιστοσύνη ή προσοχή κτλ.
Η ομιλία χωρίς την προσωδία στερείται συναισθήματος, επιτονισμού, μελωδικότητας και γίνεται μονότονη, ασυγχρόνιστη και κοπιώδης. Ο λόγος είναι επίπεδος, συμβαίνουν παρανοήσεις μεταξύ των συνομιλητών, ασυνεννοησία και η επικοινωνία γίνεται καθίσταται σταδιακά αδύνατη. Επιπρόσθετα, η προσωδία παρουσιάζεται μόνο στον προφορικό λόγο και μέσω αυτής το άτομο σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν βρίσκεται μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως η προσωδία είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο στην εκφορά όσο και στην αντίληψη του λόγου.
Δυσκολίες και διακυμάνσεις στην προσωδία παρουσιάζονται στην ομιλία ατόμων με διαταραχές ροής της ομιλίας (π.χ. τραυλισμός), στην ομιλία των αυτιστικών ατόμων, στην ομιλία ατόμων που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο (δυσαρθρία), στη νόσο Parkinson αλλά και σε πολλές άλλες νευρολογικές παθήσεις.
Η λογοθεραπεία είναι η πιο σίγουρη λύση στις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην προσωδία. Ο λογοθεραπευτής κάθε φορά χρησιμοποιεί διαφορετικές ασκήσεις οι οποίες έχουν πρωταρχικό στόχο να αντιλαμβάνεται ο ακροατής το λεκτικό μήνυμα αλλά και το μη λεκτικό μήνυμα που κρύβεται πίσω από την ομιλία του συνομιλητή του. Εννοείται πως ο καθένας αντιμετωπίζει διαφορετικά την δυσκολία και ακριβώς για αυτό στη λογοθεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται πάντα ένα κατάλληλα προσαρμοσμένο και εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Η προσωδία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομιλίας που τα παιδιά μαθαίνουν ίσως πρώτα από όλα. Αρχικά, οι γονείς μιλούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του βρέφους και να το εντυπωσιάσει από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής του. Λίγο αργότερα το ίδιο το βρέφος ξεκινά να βαβίζει (η πρώτη απόπειρα του παιδιού να βγάλει ήχους που πλησιάζουν στον ομιλούμενο λόγο) με προσωδία ανάλογη με αυτή των ενηλίκων που του μιλούν. Έπειτα, η προσωδία είναι αυτή που βοηθά τα παιδιά να αναγνωρίσουν αν οι γονείς τους τα μαλώνουν, τα ρωτάνε, τους δείχνουν εμπιστοσύνη ή προσοχή κτλ.
Η ομιλία χωρίς την προσωδία στερείται συναισθήματος, επιτονισμού, μελωδικότητας και γίνεται μονότονη, ασυγχρόνιστη και κοπιώδης. Ο λόγος είναι επίπεδος, συμβαίνουν παρανοήσεις μεταξύ των συνομιλητών, ασυνεννοησία και η επικοινωνία γίνεται καθίσταται σταδιακά αδύνατη. Επιπρόσθετα, η προσωδία παρουσιάζεται μόνο στον προφορικό λόγο και μέσω αυτής το άτομο σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν βρίσκεται μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως η προσωδία είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο στην εκφορά όσο και στην αντίληψη του λόγου.
Δυσκολίες και διακυμάνσεις στην προσωδία παρουσιάζονται στην ομιλία ατόμων με διαταραχές ροής της ομιλίας (π.χ. τραυλισμός), στην ομιλία των αυτιστικών ατόμων, στην ομιλία ατόμων που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο (δυσαρθρία), στη νόσο Parkinson αλλά και σε πολλές άλλες νευρολογικές παθήσεις.
Η λογοθεραπεία είναι η πιο σίγουρη λύση στις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην προσωδία. Ο λογοθεραπευτής κάθε φορά χρησιμοποιεί διαφορετικές ασκήσεις οι οποίες έχουν πρωταρχικό στόχο να αντιλαμβάνεται ο ακροατής το λεκτικό μήνυμα αλλά και το μη λεκτικό μήνυμα που κρύβεται πίσω από την ομιλία του συνομιλητή του. Εννοείται πως ο καθένας αντιμετωπίζει διαφορετικά την δυσκολία και ακριβώς για αυτό στη λογοθεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται πάντα ένα κατάλληλα προσαρμοσμένο και εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Κατερίνα Χ. Δήμου – Λογοθεραπεύτρια
Πτυχιούχος ΑΤΕΙ Ηπείρου
Εξειδίκευση Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ειδική εκπαίδευση: Αποκατάσταση ομιλίας, κατάποσης, γνωστικών λειτουργιών μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο