Όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενα άρθρα, ένα ποσοστό περίπου 15% παιδιών ηλικίας 2-21/2 χρόνων παρουσιάζει καθυστέρηση στην ομιλία. Ωστόσο σαφώς, συμφωνούμε πως το κάθε παιδί έχει τον δικό του ξεχωριστό ρυθμό ανάπτυξης. Ανάλογα όμως με την ηλικία, υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες δεξιότητες επικοινωνίας τις οποίες το κάθε παιδί θα πρέπει να έχει κατακτήσει, τα λεγόμενα «ορόσημα ανάπτυξης».
Ένα εξαιρετικά συχνό αλλά και επικίνδυνο επιχείρημα ώστε να μην αναζητηθεί η κατάλληλη βοήθεια εγκαίρως και ακριβώς την ώρα που το παιδί την χρειάζεται είναι η λανθασμένη διάγνωση των δυσκολιών επικοινωνίας, λόγου και ομιλίας ενός παιδιού μέσω internet, φίλων, ακατάλληλων επαγγελματιών η οποία συνήθως δυσχεραίνει ή εδραιώνει την δυσκολία. «Μα ξέρετε τι έξυπνο είναι; Τα καταλαβαίνει όλα αλλά δε μιλάει», «η φίλη μου δεν πήγε το δικό της παιδί σε κάποιον να το δει», «θα μεγαλώσει και θα μιλήσει», «στο internet λέει πως»... Είναι μερικές μόνο από τις φράσεις που συνηθίζονται έτσι ώστε να μην ενημερωθεί κάποιος γονέας κατάλληλα και έγκαιρα για την καθυστέρηση λόγου που ενδεχομένως να παρουσιάσει το παιδί.
Ας γίνει κατανοητό και σαφές πως οι δυσκολίες στην επικοινωνία δεν σημαίνουν απαραίτητα νοητική υστέρηση. Το παιδί το οποίο δε μιλάει αλλά καταλαβαίνει, σημαίνει πως αντιμετωπίζει δυσκολία στην έκφραση, σε συγκεκριμένα σημεία της επικοινωνίας. Ένα παιδί το ποίο δε μιλάει, συνήθως ταλαιπωρείται από δυσκολίες ακοής, δυσκολίες νόησης, μειωμένη αλληλεπίδραση με ανθρώπους, δυσκολίες αντίληψης συγκεκριμένων τμημάτων στη γλώσσα ή δυσκολία στην παραγωγή συγκεκριμένων φθόγγων και ψυχολογικοί παράγοντες (πχ ψυχολογικές διαταραχές). Πολλάκις, ενδέχεται να συνυπάρχουν δύο ή περισσότεροι λόγοι.
Ένα παιδί όμως το οποίο δείχνει να κατανοεί αλλά δεν μιλάει ή δείχνει τα αντικείμενα αλλά δεν μιλάει, αναμφίβολα έχει πρόθεση για επικοινωνία. Βάσει μελετών, ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό παιδιών μεταξύ 2-3 ετών, με καλή αντίληψη του προφορικού λόγου παρουσιάζουν περιορισμένο εκφραστικό λεξιλόγιο και δε συνδυάζουν λέξεις για την σωστή παραγωγή φράσεων. Η αργή εξέλιξη στον λόγο μερικές φορές είναι προμήνυμα γλωσσικής καθυστέρησης και σε μεταγενέστερο στάδιο μαθησιακής δυσκολίας.
Μολονότι, η ένταξη στο σχολικό περιβάλλον βοηθά το παιδί να αναπτύξει τη γλωσσική του ικανότητα, η γλωσσική ανάπτυξη ξεκινά και χρειάζεται να ξεκινά πριν ακόμη από την ένταξη του παιδιού στο σχολείο. Αναμένεται δηλαδή, πως στην ηλικία των 4 ετών περίπου τα παιδιά παράγουν σωστά τα περισσότερα από φωνήματα της γλώσσας, χρησιμοποιούν ορθές και ολοκληρωμένες προτάσεις και διηγούνται μέρος μίας μικρής ιστορίας.
Η έγκαιρη διάγνωση της γλωσσικής καθυστέρησης σε παιδιά μικρής ηλικίας (2-3 ετών) θεωρείται πλέον απαραίτητη και ιδιαιτέρως χρήσιμη καθώς ένα παιδί έχει πολλές δυνατότητες βελτίωσης και ανάκαμψης της γλωσσικής καθυστέρησης σε μικρότερη ηλικία, εφόσον και εάν ακολουθηθεί η σωστή θεραπευτική αγωγή. Τα παιδιά ωφελούνται περισσότερο από τη θεραπευτική αγωγή στην ηλικία αυτή σε σύγκριση με μία θεραπευτική προσέγγιση η οποία ξεκινά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η πρώιμη αυτή περίοδος θεωρείται η πιο εύκαιρη και η πιο κρίσιμη για θεραπευτική αντιμετώπιση, λόγω της πλαστικότητας του εγκεφάλου, η οποία επιτρέπει τη βέλτιστη αφομοίωση των ερεθισμάτων των οποίων δέχεται το παιδί. Ή επαγγελματική γνώμη από έναν κατάλληλα εκπαιδευμένο λογοθεραπευτή είναι ουσιώδης αφού μια ολοκληρωμένη λογοθεραπευτική αξιολόγηση θα ανιχνεύσει και θα κατανοήσει τα αίτια της γλωσσικής καθυστέρησης, θα προβλέψει τη μελλοντική πορεία της γλωσσικής ανάπτυξης του παιδιού και θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και έγκαιρα τις δυσκολίες.
ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΖΟΥΜΕ – ΔΕΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΟΥΜΕ
Κατερίνα Χ. Δήμου – Λογοθεραπεύτρια
Πτυχιούχος ΑΤΕΙ Ηπείρου
Εξειδίκευση Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ειδική εκπαίδευση: Αποκατάσταση ομιλίας, κατάποσης, γνωστικών λειτουργιών μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο