Τα πρώιμα σημάδια του αυτισμού στα βρέφη

Ο αυτισμός είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή της πρώτης νηπιακής ηλικίας. Καθημερινά όλο και περισσότεροι νέοι γονείς παρατηρούν τα αναπτυξιακά ορόσημα των παιδιών τους και αναζητούν πληροφορίες σχετικά με τον αυτισμό. Η πρώιμη διάγνωση παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της διαταραχής καθώς όσο πιο μικρό είναι το παιδί, τόσο πιο αποτελεσματικές μπορούν να αποβούν οι μέθοδοι παρέμβασης.

Τα περισσότερα παιδιά εμφανίζουν τα συμπτώματα του αυτισμού μεταξύ του 15ου και 26ου μήνα. Από αρκετούς γονείς τα σημάδια αυτά εκλαμβάνονται ως μία ένδειξη ενός ήσυχου και ήρεμου μωρού. Για το λόγο αυτό καθυστερούν να αναζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού.

Κάποια από τα πρόωρα σημάδια του αυτισμού είναι η δυσκολία μίμησης των κινήσεων των ενηλίκων, η απουσία βλεμματικής επαφής, η απουσία ανταπόκρισης στο όνομα του, απουσία χαμόγελου, η μειωμένη  αλληλεπίδραση με παιδιά της ηλικίας του αλλά και με τους γονείς του, η απουσία «βαβίσματος» (λαρυγγισμοί όπως «γκ-γκ», χτύπημα της γλώσσας στα χείλη ή μέσα στο στόμα), φτωχή αντίδραση σε οπτικά ερεθίσματα, απουσία ένδειξης αντικειμένου  με το δάχτυλο (δείκτη), η αυξημένη ευαισθησία στο άγγιγμα, η παρουσία επαναληπτικών κινήσεων σώματος.

Τα παραπάνω σημάδια δε σηματοδοτούν απαραίτητα τον αυτισμό , ούτε παρουσιάζονται όλα στο ίδιο παιδί αλλά είναι ικανοποιητικά ώστε να πραγματοποιηθεί μία  περαιτέρω διερεύνηση. Οι γονείς αρχικά θα πρέπει να παρατηρούν τη βλεμματική επαφή του παιδιού, να παίζουν με τους ήχους που εκείνο παράγει, να ελέγξουν την ευαισθησία του παιδιού στους ήχους αλλά και την αφή, να επιδιώκουν να καλούν το παιδί με το όνομα του έτσι ώστε να διαπιστώνουν εάν αυτό ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του ονόματος του και να ελέγχουν την παρουσία οποιασδήποτε επαναλαμβανομένης κίνησης προτιμά το παιδί.

Πρέπει να τονιστεί σε αυτό το σημείο πως κάποια παιδιά αναπτύσσονται φυσιολογικά μέχρι και την ηλικία των 18 με 24 μηνών και έπειτα σταματούν ή καθυστερούν την μετέπειτα ανάπτυξή τους. Η σωστή και καθολική διάγνωση και η πρώιμη παρέμβαση συμβάλλουν τα μέγιστα στην ενίσχυση και την βελτίωση των δεξιοτήτων του παιδιού.   

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ακόμη πως οι γονείς οι οποίοι ανησυχούν, συνήθως είναι εκείνοι που έχουν δίκαιο.  Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις προτείνεται στους γονείς να  αφήσουν λίγο χρόνο ώστε να μεγαλώσει το παιδί. Αυτή η τακτική στο 90% των περιπτώσεων αυτή είναι μια λανθασμένη αντιμετώπιση καθώς έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στην εξέλιξη και ανάπτυξη του παιδιού.

Η πιο σωστή κίνηση είναι αδιαμφισβήτητα μια αναπτυξιακή εκτίμηση ώστε η διάγνωση να είναι καθολική, υπεύθυνη, έγκαιρη και αξιόπιστη. Άλλωστε, η μέγιστη πρόοδος πραγματοποιείται όταν το παιδί λαμβάνει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης πριν από τα τέσσερα χρόνια ζωής.

Κατερίνα Χ. Δήμου – Λογοθεραπεύτρια
Πτυχιούχος ΑΤΕΙ Ηπείρου
Εξειδίκευση Πανεπιστημίου Μακεδονίας